Una dimostrazione di grande amicizia
Una dimostrazione di grande amicizia versione greco Diogene Laerzio
Λεγουσιν οτι ο Πλατων συνειπε Χαβρια τω στρατηγω φευγοντι θανατου μηδενος των πολιτων τουτο πραττειν βουλομενου....
Dicono che Platone difese lo stratega Cabria, colpevole di delitto capitale, quando nessuno dei cittadini intendeva farlo.
Quando a lui che procedeva insieme con Cabria verso l’Acropoli Crobilo, sicofante di ogni casa, disse: "Vieni a difendere un altro, ignorando che anche te attende il veleno di Socrate?". Allora, il filosofo rispose:
"Anche quando combattevo per la patria affrontavo pericoli, anche ora li affronterò come esige il dovere verso l’amico".
Paradigmi dei verbi contenuti nella versione
υπομενω = impf. ὑπέμενον, m. ὑπεμενόμην ‖ ft. ὑπομενῶ ‖ aor. ὑπέμεινα ‖ pf. ὑπομεμένηκα
στρατευω = impf. ἐστράτευον, m. ἐστρατευόμην ‖ ft. στρατεύσω, m. στρατεύσομαι ‖ aor. ἐστράτευσα, m. ἐστρατευσάμην ‖ pf. ἐστράτευκα, m. p. ἐστράτευμαι ‖ ppf. ἐστρατεύκειν, m. p. ἐστρατεύμην ‖ aor. p. ἐστρατεύθην (m. e p.) ‖ ft. p. στρατευθήσομαι
αναμενω = impf. ἀνέμενον ‖ ft. ἀναμενῶ ‖ aor. ἀνέμεινα ‖ pf. ἀναμεμένηκα
ηκω = impf. ἧκον ‖ ft. ἥξω, m. ἥξομαι ‖ aor. ἧξα ‖ pf. poster. ἧκα ‖ ppf. 3. pl. ἥκεσαν
συναγορευω = impf. συνηγόρευον ‖ ft. συναγορεύσω ‖ aor. συνηγόρευσα ‖ aor. p. pt. συναγορευθεί
φημι = impf. ἔφην, m. ἐφάμην ‖ ft. φήσω, m. φήσομαι ‖ aor1. ἔφησα
ανιημι = impf. ἀνίην -εις -ει, m. ἀνιέμην ‖ ft. ἀνήσω ‖ aor. ἀνῆκα, m. ἀνείμην ‖ pf. ἀνεῖκα, m. p. ἀνεῖμαι ‖ aor. p. ἀνείθην ‖ ft. p. ἀνεθήσομαι.
βουλομαι= impf. ἐβουλόμην o ἠβ- ‖ ft. βουλήσομαι ‖ pf. m. βεβούλημαι ‖ aor. solo p. ἐβουλήθην o ἠβ- | pt. βουληθείς ‖ ft. p. poster. βουληθήσομαι (sign. m.).
πραττω = impf. ἔπρασσ(ττ)ον, m. p. ἐπρασσ(ττ)όμην ‖ ft. πράξω, m. πράξομαι (anche p.) ‖ aor.
ἔπραξα, m. ἐπραξάμην ‖ pf. πέπρᾱγα e πέπρᾱχα, m. p. πέπραγμαι (tal. sign. m.) ‖ ppf. ἐπεπράχειν e ἐπεπράγειν, m. p. (ἐ)πεπράγμην ‖ aor. p. ἐπράχθην ‖ ft. p. πραχθήσομαι ‖ ftp. πεπράξομαι
φευγω = impf. ἔφευγον ‖ ft. m. φεύξομαι ‖ aor2. ἔφῠγον ‖ pf. πέφευγα | pt. πεφευγώς, m. con sign. a. πεφυγμένος ppf. ἐπεφεύγειν poster. πεφεύγειν ‖ aor. p. ἐφεύχθην
συλλεγω = vedi λεγω
λεγω = : impf. ἔλεγον, m. ἐλεγόμην ‖ ft. λέξω, m. λέξομαι ‖ aor. ἔλεξα, m. ἐλεξάμην e ἐλέγμην ‖ pf. εἴλοχα e εἴλεχα, m. p. εἴλεγμαι ‖ aor. p. ἐλέχθην aor 2. ἐλέγην ‖ ft. p. λεγήσομαι λεχθήσομαι; ftp. λελέξομαι
Le versioni del tuo libro senza doverle cercare?