5. των ημων σοφοτέρων ακούωμεν, τα αισχρα μη λέγωμεν, μηδε πράττωμεν
ascoltiamo i nostri (uomini) più saggi, non diciamo nè compiamo le azioni vergognose
των ημων σοφοτέρων = genitivo plur. retto da ακούω
σοφοτέρων = comparativo di σοφός
ακούωμεν / λέγωμεν / πράττωμεν = congiuntivi esortativi
τα αισχρα = aggettivo sostantivato accus. neutro plurale da αισχρός
6. μηδεις ευδαίμονας τους μεν πλουσίους , δυστυχεις δε τους πένητας νομιζέτω
nessuno consideri felici i ricchi, e invece sfortunati i poveri
μηδεις = nominativo pronome indefinito
ευδαίμονας / δυστυχεις = complem. predicativi dell'oggetto
ευδαίμονας = acc. plurale da ευδαίμων,ον / δυστυχεις = acc. plur. da δυστυχής, ές
πλουσίους / πένητας = compl. oggetti - aggettivi sostantivati
πλουσίους = acc. plur. da πλούσιος / πένητας = acc. plur. da πένης , τος
νομιζέτω = imperativo 3^ sing. da νομίζω
8. οι πολιται τους νόμους φυλαττόντων
i cittadini custodiscano le leggi
οι πολιται = nom. plur. 1^ dec. da πολιτης, ου
νόμους = acc. plur. 2^ declin. da νόμος
φυλαττόντων = imperativo pres. 3^ plurale da φυλάττω
10. ο γραμμάτων άπειρος ου βλέπει βλέπων
colui che è ignaro della cultura ( lettere ) non vede, anche se vede
άπειρος = aggettivo sostantivato della 1^ classe a due uscite ( άπειρος , ον )
γραμμάτων = genit. plur. della 3^ decl. da γράμμα,ατος
βλέπει = 3^ pers. sing. indic. pres. da βλέπω
βλέπων = participio pres. nom sing. da βλέπω con valore di proposizione concessiva
15. αρχη σοφίας φόβος Θεου · μάνθανε, ω νεανία, την σοφίαν, φευγε δε την αδικίαν και νόμιζε την σωφροσύνην αρετην ειναι
il principio della saggezza è il timore di Dio ; impara, o ragazzo, la saggezza, evita l'ingiustizia e ritieni che la sapienza sia virtù
αρχη = nomin. 1^ decl. da αρχη, ῆς - predicato nominale
σοφίας = genit. sing. 1^ decl da σοφια , ας
φόβος = soggett - nominativo 2^ decl da φοβος ,ου
Θεου = genit. sing. 2^ decl da Θεός ,ου
μάνθανε = imperat. pres. 2^ sing. da μανθάνω
νεανία = vocat. sing. 1^ decl. da νεανίας ,ου
σοφίαν = accus. sing. 1^ decl. da σοφια , ας
φευγε = imperat. pres. 2^ sing. da φευγω
αδικίαν = accus. sing. 1^ decl. da αδικία,ας
νόμιζε = imperat. pres. 2^ sing. da νομίζω
σωφροσύνην = accus. sing. 1^ decl. da σωφροσύνη,ης
αρετην = accus. sing. 1^ decl. da αρετη, ῆς
την σωφροσύνην αρετην ειναι = proposizione infinitiva
16. οταν δικαια πραττωμεν, αγαθην έχομεν ελπίδα, τουτο γιγνωσκοντες οτι τοις δικαιοις θεος αει συμπράττει
quando facciamo cose giuste, abbiamo una buona speranza, sapendo questo, che dio sempre presta aiuto ai giusti
οταν δικαια πραττωμεν = temporale eventuale / πραττωμεν = congiuntivo da πραττω
δικαια = accusat. neut. plur. da δικαιος , α, ον
αγαθην ελπίδα = acc. compl. ogg. / αγαθός, ή, όν / ελπίς, ίδος 3^ decl.
τουτο = acc. neut. sing. da ουτος, αυτη, τουτο
οτι τοις δικαιοις θεος αει συμπράττει = prop. dichiarativa
γιγνωσκοντες = participio congiunto presente rif. a "noi" da γιγνωσκω
θεος = soggetto
τοις δικαιοις = datuivo plur. agg. sostantivato da δικαιος , α, ον
συμπράττει = indic. pres, 3^ sing. da συμπραττω
20. τους κακους εξελεγχωμεν και τους αγαθους εγκωμιάζωμεν
mettiamo alla prova i malvagi ed elogiamo i buoni
τους κακους / τους αγαθους = compl. oggetto aggett. sostantivato da κακος , η, ον / αγαθός, ή, όν
εξελεγχωμεν / εγκωμιάζωμεν = congiuntivi esortativi 1^ p. pl. da εξελέγχω / εγκωμιάζω
ciao fox