Danae: la madre in balia delle onde (I)
ΔΩΡΙΣ Τί δακρύεις, ὦ Θέτι;
ΘΕΤΙΣ Καλλίστην, ὦ Δωρί, κόρην έώρων ές κιβωτόν ύπό τοῦ πατρός έμβαλλομένην, αύτήν τε βρέφος αυτῆς άρτιγέννητον· έκέλευε δέ ό πατήρ τούς ναύτας, έπειδάν πολύ τῆς γῆς αποσπῶσιν άφιέναι τό κιβώτιον είς τήν θάλασσαν, ώς άπολλύοιτο ή άθλια κόρη, καί αύτή και τό βρεφος.
ΔΩΡΙΣ Τίνος ἒνεκα, ὦ άδελφή; Λέγε μοι.
ΘΕΤΙΣ Ό Άκρίσιος ό πατήρ αύτῆς έπαρθένευεν αύτήν καλλίστην οὗσαν έμβάλλων ές χαλκοῦν θάλαμον· εἶτά φασι δ’ οὗν τόν Δία, χρυσόν γιγνόμενον, ρεῖν διά τοῦ ορόφου έπ’ αυτήν, έκείνην δέ δεχομένην τόν θεόν καταρρέοντα ές τόν κόλπον έγκύμονα γίγνεσθαι. Τοῦτο αίσθανόμενος ό πατήρ, ἃγριός τις καί ζηλότυπος γέρων, ήγανάκτει καί ύπό τίνος μοιχεύεσθαι οιόμενος έμβάλλει είς τήν κιβωτόν ἃρτι τετοκυῖαν.
Dori: Perché piangi, Teti?
Teti: Vedevo, o Dori, una bellissima fanciulla messa in una cesta da un padre, lei e il suo figlio neonato; il padre comandava i marinai, quando si stacca(va)no molto da terra, di gettare via la cesta nel mare, affinché la misera fanciulla [lett. muoia] morisse, sia lei sia il bambino...(CONTINUA)
Le versioni del tuo libro senza doverle cercare?